κατένεξις

κατένεξις
κατένεξις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατένεξις — κατένεξις, έξεως, ἡ (AM, Μ και κατένεγξις) 1. καταφορά, φορά προς τα κάτω, πτώση 2. (για οίκημα) γκρέμισμα, ερείπωση μσν. 1. επίθεση 2. νεροποντή, ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ ήνεγκον, αόρ. β τού κατα φέρω] …   Dictionary of Greek

  • κατενέξει — κατένεξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατενέξεϊ , κατένεξις fem dat sg (epic) κατένεξις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατένεξιν — κατένεξις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενέξεως — κατενέξεω̆ς , κατένεξις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”